- μελάνοζυξ
- μελᾰνο-ζυξ, ῠγος, ὁ, ἡ, lit.A black benched, i. e. manned with swarthy ([place name] Egyptian) rowers,
μ. ἄτα A.Supp.530
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μ. ἄτα A.Supp.530
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελανόζυξ — μελανόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ ἄταν» οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζυξ (< ζεύγνυμι … Dictionary of Greek
μελανόζυγ' — μελανόζυγα , μελάνοζυξ black benched masc acc sg μελανόζυγι , μελάνοζυξ black benched masc dat sg μελανόζυγε , μελάνοζυξ black benched masc nom/voc/acc dual μελανόζυγα , μελανόζυγος neut nom/voc/acc pl μελανόζυγε , μελανόζυγος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek